ἀνθολόγους

ἀνθολόγους
ἀνθολόγος
flower-gathering
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αλ Ασμάι — (AlAsmai, Μπάσρα 740 – 828 μ.Χ.). Άραβας φιλόλογος και γραμματικός. Είχε μαθητή του τον γιο του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ, τον περίφημο Αλ Μαμούν. Έγραψε πολλές μονογραφίες για την αραβική λεξικογραφία και υπήρξε ένας από τους πρώτους ανθολόγους… …   Dictionary of Greek

  • ανθολόγος — ο 1. αυτός που μαζεύει λουλούδια. 2. αυτός που καταρτίζει ανθολογία: Υπάρχουν και σήμερα ακόμη ανθολόγοι. 3. αυτός που διαλέγει το καλύτερο μέρος από ένα σύνολο: Ήταν ένας από τους καλύτερους ανθολόγους της νεότερης ελληνικής ποίησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”